παρέλειψε

παρέλειψε
παρά-λείβω
pour
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… …   Dictionary of Greek

  • Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… …   Dictionary of Greek

  • παραλείπω — ΝΜΑ 1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος 2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή τό λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.) 3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • Αναξήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κιθαρωδός από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας (1ος αι. π.Χ.). Ο Μάρκος Αντώνιος τον διόρισε εισπράκτορα των δημόσιων φόρων τεσσάρων πόλεων. O Α. ήταν εξαιρετικά αγαπητός στους συμπατριώτες του που τον τίμησαν σαν θεό. 2 …   Dictionary of Greek

  • Γκαντάμερ, Χανς-Γκεόργκ — (Hans Georg Gadamer, 1900 – 2002). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Γ. ανέπτυξε μια ερμηνευτική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ερμηνεία ενός κειμένου είναι συνάρτηση των κοινωνικών συνθηκών στις οποίες ζουν ο συγγραφέας και ο ερμηνευτής αναγνώστης.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κιοπρουλού ή Κιοπρουλή — Επώνυμο οικογένειας αλβανικής καταγωγής, μέλη της οποίας κατέλαβαν το αξίωμα του μεγάλου βεζίρη στην Οθωμανική αυτοκρατορία. 1. Αχμέτ πασάς (Κιοπρού Μικράς Ασίας 1635 – Τσορλού Θράκης 1676). Μέγας βεζίρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1659 72).… …   Dictionary of Greek

  • Τατιανός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Μηρό της Φρυγίας (362), επειδή έσπασε τα αγάλματα του εκεί ναού των εθνικών, μαζί με τους συνεργάτες του Θεόδουλο και Μακεδόνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Σεπτεμβρίου. II Χριστιανός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”